μειωτέος

μειωτέος
α, ο[ν] 1. подлежащий уменьшению, сокращению;
2. (ο ) мат. уменьшаемое

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μειωτέος" в других словарях:

  • μειωτέος — Όρος των μαθηματικών, που υποδηλώνει τον αριθμό που πρέπει να ελαττωθεί. * * * α, ο (Α μειωτέος, α, ον) αυτός που πρέπει να μειωθεί νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο μειωτέος (αριθμητ.) ο πρώτος από τους όρους τής αφαίρεσης, από τον οποίο πρέπει να… …   Dictionary of Greek

  • μειωτέος — ο (μαθημ.), ο πρώτος από τους δύο όρους της αφαίρεσης, ο αριθμός από τον οποίο πρέπει να αφαιρεθεί ο μικρότερος αριθμός, ο αφαιρετέος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -τέος — α, ο / τέος, α, ον, ΝΜΑ καταλήξεις ρηματικών επιθέτων με τις οποίες δηλώνεται ότι πρέπει ή οφείλει να γίνει το σημαινόμενο τού ρήματος. Το επίθημα σε τέος, αβέβαιης ετυμολ., φαίνεται ότι αρχικά δεν είχε καμία σχέση με την κατάληξη τός. Μια… …   Dictionary of Greek

  • αφαιρετέος — α, ο (Α ἀφαιρετέος, α, ον) [αφαιρώ] αυτός που πρέπει να αφαιρεθεί νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο αφαιρετέος ο β όρος της αφαίρεσης, που δείχνει κατά πόσες μονάδες πρέπει να μειωθεί ο α όρος, ο μειωτέος …   Dictionary of Greek

  • αριθμητική — Ο κλάδος των μαθηματικών που μελετά τους φυσικούς αριθμούς: 1, 2, 3, 4... Η ενασχόληση με τους φυσικούς αριθμούς είναι τόσο παλιά όσο και ο άνθρωπος, η α. όμως ως επιστήμη είναι σχετικά νέα. Ως θεμελιωτής της α. μπορεί να θεωρηθεί o Πυθαγόρας,… …   Dictionary of Greek

  • αφαιρετέος — α, ο αυτός που πρέπει να αφαιρεθεί· το αρσ. ως ουσ., ο αφαιρετέος ο β όρος της αφαίρεσης, αυτός που δείχνει πόσες μονάδες θα μειωθεί ο α (μειωτέος) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»